τιμητικῶν

τιμητικῶν
τῑμητικῶν , τιμητικός
estimating
fem gen pl
τῑμητικῶν , τιμητικός
estimating
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβείο — το / πρεσβεῑον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α [πρέσβυς] 1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβεία τιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ αρχαιότητα σε ένα αξίωμα 2. φρ. α) «πρεσβεία… …   Dictionary of Greek

  • τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • τιτλομανής — ές, Ν αυτός που με μανία επιδιώκει την απόκτηση τίτλων, τιμητικών διακρίσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + μανής (< μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

  • Κέιτζ, Τζον — (John Cage, Καλιφόρνια 1912 – Νέα Υόρκη 1992). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Θεωρείται ο σημαντικότερος συνθέτης μουσικής αβανγκάρντ του 20ού αι., μαζί με τον Άρνολντ Σένμπεργκ. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στο κολέγιο Πομόνα με την επιθυμία να… …   Dictionary of Greek

  • Κουτσοχέρας, Γιάννης — (Ζήρια Αχαΐας 1904 – 1994). Νομικός, οικονομολόγος, λογοτέχνης και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και λογοτεχνία, φιλοσοφία, θέατρο και κοινωνιολογία στο… …   Dictionary of Greek

  • Λαζανάς, Βασίλειος — (Κόρινθος 1918 –). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ανακηρύχθηκε διδάκτορας της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου Τίμπινγκεν της Γερμανίας. Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Κωφαλάλων… …   Dictionary of Greek

  • Λέμον, Τζακ — (John Uhler «Jack» Lemmon III, Βοστόνη 1925 – 2001). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως παραγωγός ραδιοφώνου. Στη συνέχεια στράφηκε στο θέατρο, ενώ αργότερα συνέχισε ως ηθοποιός της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”